|
η пьянство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пьянство? — πολυποσία как с (ново)греческого переводится слово πολυποσία? — пьянство — μυροβόλος — αλληλοεξυπηρετούμαι — εντολοδότρια — επιστολόχαρτο — μικροψυχία — εκδικητής — σελώνω — θήκη — μαυρειδερός — άμυνα — καλώδιο — ναφθαλίνη — ξενόφιλος — καϊσί — αδυσκόλευτος — ακριτικός — ξηράνθεμον — ρώμη — αρχικατεργάρης — γαιανθρακεμπόριον — χειροκίνητος |
|||