|
не окуренный серой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не окуренный серой? — αθειάφιστος как с (ново)греческого переводится слово αθειάφιστος? — не окуренный серой — ακοόμετρο — τρωκτικός — γουργούλα — μανιτόμπα — αναπεπταμένος — διάξυλο — αγιωτικά — πολυξάκουστος — θάφτω — ξεδιαλύνομαι — δενδρόφυτος — τερεβινθέλαιο — βασιβουζούκος — εργαλειακός — κονιοσκόπιο — δόκανο — κάλυμμα — αγριομιλώ — αλαβαστρίτης — εκπαίδευση — αυτοτελειοποίηση |
|||