|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово Ιρλανδέζα? — — ανθρωπολογικά — αμορφία — τανάλια — νάνι — μεμοράντουμ — σαβουράτος — Θεοτόκος — ξωκλήσι — λαθροθήρας — ριζοκόπος — ωοτάριχος — χανούμισσα — εξήρυγον — αποστάζω — ιντερβιού — υπνωτιστής — ρωμαϊκός — κέρατο — ροπαλοειδής — αβγοδάρτης — υποθηκοφυλακείο |
|||