Ιρλανδέζα

формы словаβ
Ιρλανδέζα



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово Ιρλανδέζα? —


ανθρωπολογικάαμορφίατανάλιανάνιμεμοράντουμσαβουράτοςΘεοτόκοςξωκλήσιλαθροθήραςριζοκόποςωοτάριχοςχανούμισσαεξήρυγοναποστάζωιντερβιούυπνωτιστήςρωμαϊκόςκέρατοροπαλοειδήςαβγοδάρτηςυποθηκοφυλακείο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit