|
(αόρ. παρακάθησα) засиживаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово засиживаться? — παρακάθομαι как с (ново)греческого переводится слово παρακάθομαι? — засиживаться — ταβανοσάνιδο — επάνω — βρισκούμενο — ίανθος — πολυμαθής — χιλιόβαρις — συμβουλεύω — θρησκοληψία — ηγουμενοσυμβούλιο — πυρηνελαιουργία — μουτζώνω — αχώριστος — κόρα — οκταφωνία — ακαλλώπιστος — αφοπλίζω — απάρνηση — αβλεπής — λιθολόγος — αγγελοθωρώ — ταχυδρομικός |
|||