|
ο официант #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово официант? — σερβιτόρος как с (ново)греческого переводится слово σερβιτόρος? — официант — ιστιοπλοϊκός — επτάδυμος — βιβλιογράφος — μαθημένος — φτεροκόπημα — στοματίτιδα — ορχεοκήλη — σκολόπαξ — εγκόλαψη — αμυγδαλέλαιο — επιδημώ — εκτρωματικός — ζυγούρι — άμοχθος — ανατριβή — δασίλα — σαμπουάν — ανταπόκριση — θερινός — μαλλιοτραβάω — νομοσχέδιο |
|||