|
конституционный; ~ό δικαίωμα — конституционное право; ~ή βασιλεία — конституционная монархия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово конституционный? — συνταγματικός как с (ново)греческого переводится слово συνταγματικός? — конституционный — μοσχοβολιά — μικροβιοβριθής — λαγοβυζάστρα — κρεσέντο — μακροβένθος — κονιοποίηση — βλαπτικός — ζερκός — μορτάκι — χορτοφόρος — πολυμορφία — αλκυώνα — πασάρω — κεφαλαιοποιούμαι — χυλόπιττα — τιτλοφορώ — αλισβερίσι — βωμολοχία — δεκοχτούρα — βαρκάρισσα — αερόκενος |
|||