|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λιγόυπνος? — — εβραίος — νεώτερα — κεκορεσμένος — δέσμη — βαθυκόκκινο — ιερωσύνη — άστυφος — ραιβόπους — ατμολουτήρ — διακεκριμένως — ρεκλαματζής — βοστρυχοειδής — φλυκταινώδης — απαστράπτων — ήρεμα — βατραχάνθρωπος — ρυγχοειδής — εμπαιγμός — αχυροκοπτικός — ακρόδετος — κάτοικας |
|||