|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πλεονασματικός? — — ομφολοσκόπος — μορφασμός — μπουνιά — τοπωνυμία — αεριοταμιευτήρας — αδιπλάριστος — αποβάθρα — σεβνταλίδικος — κλαρίτης — απομνημονεύω — πάχτωμα — φείδομαι — ηλεκτρίζω — βαριάντα — ακαζάνιαστος — αντιπροσφορά — βλασταίνω — δευτέρι — επιχρωμίωση — αλμυρίζω — ξανθίζω |
|||