|
η мед. автолиз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово автолиз? — αυτολυσία как с (ново)греческого переводится слово αυτολυσία? — автолиз — πηροδάκτυλος — πολυκουρδίζω — αφρόεις — συνδιδακτικός — ώς — παραπληρώνω — μέδουσα — επίλεπτος — ἀκάϊον — πυκνοκατοικούμαι — γδάρμα — γλιτζερός — ρητορικότητα — γραμματάρα — στερεοτυπικός — μετριοπαθώς — βοϊδομμάτισσα — στρωτά — παλιοπούστης — διμηνιό — υγροταξία |
|||