|
промежуточный; ~ σταθμός — промежуточная станция; ~ κρίκος — промежуточное звено; ~ τοίχος — общая стена #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово промежуточный? — ενδιάμεσος как с (ново)греческого переводится слово ενδιάμεσος? — промежуточный — συμπάθειο — κοριάζω — παροικιακός — αντιδεξιούμαι — φυσιοκρατικός — ξέβγασμα — επωμίδα — πλοηγίδα — ένδοση — τυποκλεψία — απολύτως — μουρνταρεύω — ανθρωπόμορφος — μαντζαφλάρι — γλωσσοφάγωμα — φουντουκιά — μαλλιά — τραπεζογραμμάτιο — παραθύρι — φαρμακοδυναμικά — ανακουνιέμαι |
|||