|
η отведение (воды, нечистот и т. п;) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отведение? — αποχέτευση как с (ново)греческого переводится слово αποχέτευση? — отведение — δοκιμάζομαι — κοτσάρω — οπωροπαντοπωλείο — υπεγγυότητα — ανάσκητος — δίψασμα — ετερόκαρπος — ψαροντουφεκάς — απολούω — σπιθίζω — ξελιγοθυμώ — αναζυμώνω — εξυψωτικός — κολαουζιέρης — ξεπαγιάζω — αμφιβιακός — αυγαριά — γραφίστας — αμπελοειδή — κοτοπουλάκι — αποβάμβακον |
|||