|
отводить нечистоты (по канализационны стокам) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отводить нечистоты? — αμαρεύω как с (ново)греческого переводится слово αμαρεύω? — отводить нечистоты — υποτάσσω — παράτα — διαδένω — ξεκατινιάζω — ανθυποσμηναγός — παρασκηνιακός — εκμαυλισμός — συμπαίκτης — τουλούπι — παρακάνω — ανακάλεμα — εξαρτώμενος — ακόρυφος — ευαγές — παραχορεύω — τραγικότητα — φυλλόροια — διαλέγω — χειλαράς — αμμόλουτρο — αρχιδούκας |
|||