Новогреческий словарь
αμαρεύω
αμαρεύω
отводить нечистоты
(по канализационны стокам)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отводить нечистоты
? —
αμαρεύω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμαρεύω
? — отводить нечистоты
#
(ново)греческий словарь
—
αμπραγιάζ
—
ευπρόσδεχτος
—
απέχθεια
—
τσοπαναριό
—
διάφανος
—
ηλεκτρεγερτικός
—
κούρταλα
—
ιδιολάτρης
—
γκολ
—
διαμοίρασμα
—
χρυσοτόκος
—
οινομαγειρείον
—
αγκιστρωτός
—
υπήνεμος
—
έμμονος
—
απεράτης
—
αδιάρλητο
—
αλλοδοξία
—
ελονοσιακός
—
δεκαδικότητα
—
επίθημα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω