Новогреческий словарь
πόρπη
πόρπη
η
застёжка, пряжка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
застёжка
? —
πόρπη
как на
(ново)греческом
будет слово
пряжка
? —
πόρπη
как с
(ново)греческого
переводится слово
πόρπη
? — застёжка, пряжка
#
(ново)греческий словарь
—
ανηολόγητος
—
αβίαστος
—
πληχτικός
—
εναυσματοδόκη
—
πατριωτισμός
—
αύλειος
—
—
εμπειριοκριτικισμός
—
ασυγκατάβατος
—
ηθογράφηση
—
ανάτυπο
—
ηλεκτροσυγκολλητής
—
τσιμεντόλιθος
—
αναφορικά
—
δανεισμός
—
γελόκλαμα
—
αποθηκεύω
—
χώση
—
Αραβίδα
—
αμπάντα
—
διαθρύληση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω