|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γλυμίζω? — — καημένος — διαθερμαίνω — καταξεριάς — αζόριστος — αδαμιαίος — ετεροδημότης — απροξένεφτος — απαράκλητος — συντέλεια — αντενοκάταρτο — χιλιοχρονίτικος — αυγουστιάτικο — κοφτό — πλισσάρισμα — ηνέχθην — γνώμονας — αξιέπαινος — χυμικός — ιλυόεις — γνωριστικός — γαϊδουράνθρωπος |
|||