γλυμίζω

формы словаβ
γλυμίζω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово γλυμίζω? —


καημένοςδιαθερμαίνωκαταξεριάςαζόριστοςαδαμιαίοςετεροδημότηςαπροξένεφτοςαπαράκλητοςσυντέλειααντενοκάταρτοχιλιοχρονίτικοςαυγουστιάτικοκοφτόπλισσάρισμαηνέχθηνγνώμοναςαξιέπαινοςχυμικόςιλυόειςγνωριστικόςγαϊδουράνθρωπος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit