|
терпкий, кисловатый (о вине) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово терпкий? — μπρούσκος как на (ново)греческом будет слово кисловатый? — μπρούσκος как с (ново)греческого переводится слово μπρούσκος? — терпкий, кисловатый — ξεβιδώνομαι — μακρυά — πλακατζής — κρυπτογραφικά — περιτειχίζω — ευκαταφρόνητος — κτυπητήρι — ατσάλι — Ολλανδή — δεσπέντσα — ξερικός — αψυχοπόνια — αξετασιά — ευανάγνωστο — τυπωθήτω — γενωμένος — χειμωνιάτικα — θαυμαστικό — ποδηλατάδικο — ονειρόπλαστος — φυτοπαθολογία |
|||