|
балагурить, шутить; === δέν ~ει τό κρύο σήμερα — [phrase]сегодня мороз нешуточный[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово балагурить? — χωρατεύω как на (ново)греческом будет слово шутить? — χωρατεύω как с (ново)греческого переводится слово χωρατεύω? — балагурить, шутить — κωλοσέρνομαι — εμπυώ — τραπεζίτης — μωρόπιστος — κεφαλάκι — στρειδολόγος — θεσσαλιώτικος — αποπολλής — λειχηνοειδής — πορφυρό — αζέσταγος — λοξότητα — ιδιοπαθής — δραχμοβίωτος — ζαχαροφάγος — παρόρμηση — θαλασσοταραχή — αποκοιμιστικός — τουρβάς — ευρώς — εκτασίμετρον |
|||