|
η подмётка, подошва #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подмётка? — μετζοσόλα как на (ново)греческом будет слово подошва? — μετζοσόλα как с (ново)греческого переводится слово μετζοσόλα? — подмётка, подошва — μονημερίτικος — ζημιογόνος — ακούσιος — επίπαστος — βρόμι — καριοφίλι — φθείρομαι — εσώβρακο — εφτάγερος — ιθύνων — σιγάρο — αντιμολία — οργίλως — μηχανουργία — ανδριαντοποιός — μεζεδάδικο — σκεπασμένα — σμυριδώνω — λαρυγγοσκόπηση — αυτοδιάθεση — δεκαδικός |
|||