|
туберкулёзный; чахоточный (разг.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово туберкулёзный? — φθισικός как на (ново)греческом будет слово чахоточный? — φθισικός как с (ново)греческого переводится слово φθισικός? — туберкулёзный, чахоточный — φιλελεήμων — κοντόχρονα — ασματογράφος — αδερφικάτα — ορφανοτροφείο — γενειάδα — αίτιος — πυρήνα — κηδεμονία — σμπαράλια — προσευχητήριο — στρατωνικός — πλατσουλίζω — βριζαμιά — ηγεμονίδα — δεκαοκταπλάσιος — αλληλέγγυο — αηδόνα — εγγονός — ναζιάρα — μουσκίδι |
|||