|
η юр. противоположное свидетельское показание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово противоположное свидетельское показание? — αντιμαρτυρία как с (ново)греческого переводится слово αντιμαρτυρία? — противоположное свидетельское показание — ταξιδεύτρια — εκκολάπτω — βελονοφοβία — χουφτιά — μποκάλι — ξεγύρισμα — καρδιοτομία — λεξικολόγος — ημικύκλιο — ρευστότητα — ελαφρόνοια — τουρκοφάγος — εξημερώνω — θεμιτός — αφροδισιασμός — ακαπάρωτος — καταπίνω — ξεθώριασμα — εκρηκτικότητα — περισσεύω — άλυτος |
|||