Новогреческий словарь
γιουρούσι
γιουρούσι
το
атака; приступ, штурм
;
κάνω ~ — устремиться, обрушиться; напасть, атаковать
;
===
κάνω ~ στό ταμείο — а) украсть деньги; б) быть растратчиком, растратить
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
атака
? —
γιουρούσι
как на
(ново)греческом
будет слово
приступ
? —
γιουρούσι
как на
(ново)греческом
будет слово
штурм
? —
γιουρούσι
как с
(ново)греческого
переводится слово
γιουρούσι
? — атака, приступ, штурм
#
(ново)греческий словарь
—
ξιφοειδής
—
λειβάδα
—
ντερμπεντέρικος
—
δουκικός
—
επινοητικότητα
—
μπροστά
—
εθελοδουλία
—
ασημόνερο
—
σουβλίζομαι
—
ολοκληρωτισμός
—
μενεξεδύ
—
άναυδος
—
ανδρολογία
—
ακινησία
—
βατόμουρο
—
διασπαραγμός
—
χαράττω
—
βυζάρα
—
φλεγματώδης
—
μικροκαμωμένος
—
δανδής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω