|
доступный для пешехода, проходимый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово доступный для пешехода? — βαδιστός как на (ново)греческом будет слово проходимый? — βαδιστός как с (ново)греческого переводится слово βαδιστός? — доступный для пешехода, проходимый — συνιδιοκτήτης — λίθιο — εξουσιαστής — συμμεσιακάτορας — αντευεργέτημα — επεισοδιακός — γυναικαδέλφη — εγίρα — προεισαγοιγικός — μαύλισμα — στοιχειοθετικός — νυφικός — θαματουργός — προϋπάντηση — Ουρανία — διατράνωσις — αυτοκατακρίνομαι — ξετελειώνω — μεταβατικός — πληρότητα — δοντοκάρα |
|||