|
το милливольт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово милливольт? — μιλλι-βόλτ как с (ново)греческого переводится слово μιλλι-βόλτ? — милливольт — γλεντίζω — ξαναμοίρασμα — μειονέκτημα — μηχανοποιία — ξεβγάζω — γυμνούμαι — χοντρόμυαλος — εκμηδενίζομαι — όρνεο — έμμετρος — μύταρος — αμίαντος — ωραιότατος — αποβλητέος — αρέλεγος — δρεπανιστής — υποδικοκατάδικοι — ανάμεστος — παρηγορήτρια — αρτοπωλείο — βεζιράτο |
|||