|
антирабочий; ~ νόμος — антирабочий закон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово антирабочий? — αντεργατικός как с (ново)греческого переводится слово αντεργατικός? — антирабочий — εφορώ — προπέλλα — ξηροπόταμος — αποστέωση — μαυρομάτης — οδηγητής — ξεκουρδίζω — γλέπω — μετεωρίζω — γονεϊκός — ανυψώνω — Μαλαϊοι — αυτοπρογραμματικός — συμπλεκτικός — καψάλισμα — διπλάρι — ρεντιγκότα — σχισμός — απωτέρω — οργανογραφία — υποτροπή |
|||