|
η хохол, хохолок (у птиц) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хохол? — λοφιά как на (ново)греческом будет слово хохолок? — λοφιά как с (ново)греческого переводится слово λοφιά? — хохол, хохолок — κολλητικότητα — πορθμεύς — αλλοχρωματισμός — αδειανός — φλαμανδικός — αμφίτομος — διατελώ — άπλα — αξιόπιστο — επισπώμαι — παραέξω — πληροφοριοδότρια — συμμαζεύομαι — διίστιος — κέντρισμα — αφορμῶμαι — παινεύομαι — δίπλαξ — συμμοιράζω — αντίχαρα — αναπάλλω |
|||