Новогреческий словарь
πειραματιστής
πειραματιστ|ής
ο
экспериментатор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
экспериментатор
? —
πειραματιστής
как с
(ново)греческого
переводится слово
πειραματιστής
? — экспериментатор
#
(ново)греческий словарь
—
ληστοσυμμορία
—
θετικός
—
ανελκτήρ
—
μεμβρανώδης
—
συντηρητισμός
—
πλεονέκτης
—
σχετλιαστικός
—
αλουποτόμαρο
—
τζίτζικας
—
γαϊδουρινός
—
προϊδεαστικός
—
αναβάπτιση
—
ατμοκινητήρας
—
πρέσσα
—
οικογενειακώς
—
γουρλωμένος
—
ατσιγάριστος
—
λουφαδόρος
—
αποτελειωμός
—
γαλήνευμα
—
ακρογιαλιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве