|
: ~η κλίμακα — эскалатор #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κυλιάμενος? — — τριανταφυλλένιος — παγοδρομικός — περιπάθεια — μαραγκούδικο — κρηναίος — μνημειακός — πάσσα — οινοπνευματίαση — πιθηκικός — ακορντεονίστας — τρουχίζω — αναβαφτίζω — πόσο — έξαρμα — προνοιακός — ξεχαρβόλωμα — θραψερός — δίαρχία — θανάσιμος — καταδικάζω — ανόμοιος |
|||