κυλιάμεν|ος

формы словаβ
κυλιάμεν|ος
:
          ~η κλίμακα — эскалатор



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово κυλιάμενος? —


τριανταφυλλένιοςπαγοδρομικόςπεριπάθειαμαραγκούδικοκρηναίοςμνημειακόςπάσσαοινοπνευματίασηπιθηκικόςακορντεονίσταςτρουχίζωαναβαφτίζωπόσοέξαρμαπρονοιακόςξεχαρβόλωμαθραψερόςδίαρχίαθανάσιμοςκαταδικάζωανόμοιος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit