|
находящийся в зените #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово находящийся в зените? — ζενιθιακός как с (ново)греческого переводится слово ζενιθιακός? — находящийся в зените — εξανδραπόδιση — γκαρνταρόμπα — διαχείριση — τενόντιος — ορρός — αρτοπωλείο — στρόφαλο — ναυαγιαίρεση — φλογίζομαι — φοιτητόκοσμος — αιχμαλώτιση — αστυνόμος — σημαιοφόρος — ξιφίας — στάλος — καναρινάκι — παρουσία — παρέκβαση — ανέρπω — δεκατετράστιχο — αμφίδρομος |
|||