|
окучивать (деревья) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово окучивать? — αναχώνω как с (ново)греческого переводится слово αναχώνω? — окучивать — αποστραβώνομαι — ξανθομάλλα — προσδόκιμα — κορίτσαρος — υποσιτισμός — προσφυής — εφτακοσάρα — μοιρολογώ — ενθαρρύνω — καρεκλοπόδαρο — αφέλκυση — νερούλιασμα — αναδρομάρης — στρεπτοκοκκικός — ινάτι — επιχρύσωση — άδειος — πλατύς — κατάλληλα — συντυγχάνω — συνωμοτικότητα |
|||