|
το морской флот; εμπορικό ~ — торговый флот; πολεμικό ~ — военно-морской флот; υπηρετώ στό ~ — служить во флоте #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово морской флот? — ναυτικό как с (ново)греческого переводится слово ναυτικό? — морской флот — δεοτερόκλαδος — ευθυντήρας — αραμπατζής — παρέλευση — ελλοβός — εξαντλητικός — θυμίαση — εταίρος — βρέξη — αστόλιστος — βαθιοκόκκινος — γαλίφος — οντογένεια — γαληνός — ακέρατος — ζεύξιμος — ναυτομεσίτης — εφιάλτης — στατέρα — γοργο- — ανεχίτωμα |
|||