Новогреческий словарь
παιδολόγι
παιδολόγι
το
детвора
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
детвора
? —
παιδολόγι
как с
(ново)греческого
переводится слово
παιδολόγι
? — детвора
#
(ново)греческий словарь
—
αδιαχωρήτως
—
υγειονομία
—
μυλόλιθος
—
αλωνισμός
—
διουρητικός
—
αλεξίβροχο
—
καλλωπίζομαι
—
δισκόφρενο
—
Μαία
—
γουβός
—
βοστρύχωση
—
εξηγούμαι
—
λειχούδικος
—
κασκέτο
—
λεγόμενος
—
κυτίον
—
μηνύτωρ
—
απροίκιστος
—
αρμολόγηση
—
ξανάβω
—
ξυλοκέρατο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,