|
η котлета (отбивная) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово котлета? — κοτολέττα как с (ново)греческого переводится слово κοτολέττα? — котлета — επιπεδομετρία — διαδοχικότητα — μεταλλευτική — μανικοκάππι — εμπόλεμος — φανφαρόνικος — ξεχειμάζω — εξαπλασιάζω — ψαρόκολλα — στενόχωρα — χυτοσιδηρούς — αεριοωθούμενο — λέρα — ακολάκευτος — χιονονιφάδα — αφώτιστος — κορακίστικα — ηθοποιός — κατεπείγων — έλκυσις — γαλόσσα |
|||