|
1. византийский; 2. (о) византиец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово византийский? — βυζαντινός как на (ново)греческом будет слово византиец? — βυζαντινός как с (ново)греческого переводится слово βυζαντινός? — византийский, византиец — κακωσύνη — αντεγκαλούμαι — αντιμαρτυρία — τιμολογώ — αισθητότητα — ξωμάχος — μέ — διακονία — πί — απόστρατα — σμύρις — ξεδιπλωμένος — ενθουσιοσμός — μάγιστρος — πυργίτης — τριετής — ζατσέντο — αδιόριστος — ακαταβύθιστος — παρασιτολογικός — ανωτερότητα |
|||