|
η виадук; ~ σέ σταυροδρόμι — путепровод #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово виадук? — οδογέφυρα как с (ново)греческого переводится слово οδογέφυρα? — виадук — άβλαστος — γρανιτικός — επίγραμμα — φερτίκια — χρησιμεύω — αποβολιμαίος — δήμαρχος — ορφικός — ξύσιμο — χιονοσκέπαστος — χειροβολίδα — καθισματάκι — ελλοβοκαρπος — οφθαλμιώ — αμυλάζη — κρυσταλλογραφία — δοκώ — Ατσιγγάνα — ναύλωμα — γυψέλι — εκκλησάκι |
|||