Новогреческий словарь
οδογέφυρα
οδογέφυρα
η
виадук
;
~ σέ σταυροδρόμι — путепровод
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
виадук
? —
οδογέφυρα
как с
(ново)греческого
переводится слово
οδογέφυρα
? — виадук
#
(ново)греческий словарь
—
μονόστηλο
—
πανθεϊστικός
—
φαλαινίτσα
—
ασυμπεθέριαστος
—
σκούτερ
—
καταδικός
—
προσάναμμα
—
χασομέρι
—
υδροπόνος
—
ψαμμίτης
—
πιεστικός
—
άδουλος
—
αποζούμι
—
συγγενείς
—
αναχρονιστικός
—
τριγωνικός
—
γαλακτικός
—
δαψιλεύω
—
ανακαλιούμαι
—
περισσός
—
αμετατόπιστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве