Новогреческий словарь
αεριόμετρο
αεριόμετρο
το
газомер, газовый счётчик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
газомер
? —
αεριόμετρο
как на
(ново)греческом
будет слово
газовый счётчик
? —
αεριόμετρο
как с
(ново)греческого
переводится слово
αεριόμετρο
? — газомер, газовый счётчик
#
(ново)греческий словарь
—
χασεδένιος
—
κακομούτρης
—
άρνα
—
ξοφλώ
—
σταυροπόδης
—
μονοπολικός
—
καμάρωση
—
νευροπαθολογία
—
κουτσονούρικος
—
μονομεριάτικος
—
αμμόμετρο
—
απροαίρετα
—
λαχνός
—
εκλεκτικιστικά
—
συνταξούλα
—
εύπεπτος
—
ευνουχισμός
—
σοβαρεύομαι
—
φαλλικός
—
συνθλίβω
—
ποδοσφαιριστής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве