|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κακέκτυπο? — — βεντέττα — παρασημαντική — χωροφυλακή — συμβάλλων — εξευτελισμός — αστικοποιούμαι — δευτερογενής — θέτω — γυροσκόπιο — αργοξυπνώ — κατατρίβομαι — βερμπαλιστής — βρωμοδουλειά — ροχθώ — δειγματοληψία — πλειονοψηφία — γαρμπερός — Σμαράγδα — κυριαρχώ — αναδημοσιεύομαι — ανεμψύχωτος |
|||