|
το шлея (часть сбруи) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шлея? — λέπαδνον как с (ново)греческого переводится слово λέπαδνον? — шлея — αναξιοποίητος — τριγλί — δοκιμή — σκορπώ — τουρκουάζ — εντεροκολίτις — κακοφημία — υπερφρονώ — επίπασις — μαστιχόμελο — ξυνολάπατο — ξεκάρφωμα — δυνάστης — αίστημα — στένωμα — καλάθα — φαινότυπος — πυγμάχος — άδενδρος — γλαροφωλιά — ξυλουργός |
|||