|
(αόρ. εισέχυοα) вливать; наливать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вливать? — εισχέω как на (ново)греческом будет слово наливать? — εισχέω как с (ново)греческого переводится слово εισχέω? — вливать, наливать — καρδιοαγγειογραφία — ασχημάντρας — ψέλνω — τριχάρα — αμφοτερόχωλος — εκχωρήτρια — καλούτσικος — πιλοτιέρα — κακομοίρικα — νεοαποικισμός — ξύλημα — δεξιώνομαι — ηθικοποίηση — κουταλιάζω — υδρορρόη — λογχόσχημος — εκτριμμα — φουστανελλοφόρος — φίλη — ισοπεδωτικός — απομυξιάζομαι |
|||