Новогреческий словарь
εργοδοτώ
εργοδοτώ
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εργοδοτώ
? —
#
(ново)греческий словарь
—
τέλειωμός
—
κούτρα
—
σκανιάζομαι
—
θεατρομανής
—
ετυμολογικά
—
άκλητος
—
καλαίσθητος
—
αφέτης
—
γενάτι
—
τέ
—
κούδαρης
—
ζαχάρωμα
—
ουσιαστικοποιημένος
—
χορεύγω
—
αγκάθινος
—
αλατοποίηση
—
παρονομασία
—
τρελλοκομείο
—
ομαδικός
—
ηπατίτιδα
—
βάγια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве