|
τα контекст; φαίνεται από τά ~ — видно, ясно из контекста; νοούμενος εκ τών ~ένων — понятный из контекста #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово контекст? — συμφραζόμενα как с (ново)греческого переводится слово συμφραζόμενα? — контекст — δικηγορία — διπλανός — αρτοπρατήριον — ταννίνη — κριάρι — κερνώ — στοίχος — συσπώ — συνυπαίτιος — σκουλλί — εγείρομαι — έλξη — πινακηδόν — απότμηση — ευώνυμος — ευπλαστικός — αποστρατιωτικοποιημένος — συντηρητικότητα — αγροτικό — δυσήνιος — απότοκος |
|||