συμφραζόμενα

формы словаβ
συμφραζόμενα
τα контекст;
          φαίνεται από τά ~ — видно, ясно из контекста;
          νοούμενος εκ τών ~ένων — понятный из контекста



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово контекст? — συμφραζόμενα
как с (ново)греческого переводится слово συμφραζόμενα? — контекст


δικηγορίαδιπλανόςαρτοπρατήριονταννίνηκριάρικερνώστοίχοςσυσπώσυνυπαίτιοςσκουλλίεγείρομαιέλξηπινακηδόναπότμησηευώνυμοςευπλαστικόςαποστρατιωτικοποιημένοςσυντηρητικότητααγροτικόδυσήνιοςαπότοκος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit