Новогреческий словарь
συμφραζόμενα
συμφραζόμενα
τα
контекст
;
φαίνεται από τά ~ — видно, ясно из контекста
;
νοούμενος εκ τών ~ένων — понятный из контекста
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
контекст
? —
συμφραζόμενα
как с
(ново)греческого
переводится слово
συμφραζόμενα
? — контекст
#
(ново)греческий словарь
—
κηπεύσιμος
—
απροετοίμαστος
—
αναιμάκτως
—
τηλεσκοπικός
—
κρησάρα
—
πενιχρότητα
—
μελανόμαυρος
—
συκωταριά
—
επανακτώ
—
διαρμόζω
—
δέχομαι
—
αβερνίκωτος
—
σπαραχτικός
—
βλαπτικά
—
εγγενής
—
πιπί
—
χρυσογόνος
—
πεταχτάρι
—
εξοφλητήριο
—
αποτρόπαιος
—
κονιακάκι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве