|
живущий у воды (о растении, животном) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово живущий у воды? — παρυδάτιος как с (ново)греческого переводится слово παρυδάτιος? — живущий у воды — εγγυητικός — εξυγιαίνομαι — στουφλέκα — κοινοκτημοσύνη — πλησιάζω — θαλασσοχελώνη — φαλαγγηδόν — μετατρέπω — τσομπάνισσα — εμπειρία — επίσχεσις — σατινάρω — ρατσιστικός — γενηά — αντιφεγγιά — εξέδραμον — ασκληπιάδης — κλιματιστικός — έγνωσα — κίτρινο — τσικλητάρα |
|||