|
η карт. пасьянс #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пасьянс? — πασιέντσα как с (ново)греческого переводится слово πασιέντσα? — пасьянс — αγαλμάτιο — ξεβρακώνομαι — απογυμνάζω — βαλεριάνή — διαισθησιαρχία — βαφτιστικό — καρφιτσώνω — αυτοσυντήρητος — ξωτικός — εκθέτω — παγίδευσις — αυχμός — έγχρους — τοπείο — μπενετάδα — μελανίας — περιεργάζομαι — αχείλος — σεληνάκατος — ξεγοφιάζω — εξαμηνιαίος |
|||