|
ο фольк. любимый, возлюбленный, #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово любимый? — αγαπός как на (ново)греческом будет слово возлюбленный? — αγαπός как с (ново)греческого переводится слово αγαπός? — любимый, возлюбленный — προβλεπτικός — ρεφορμιστικά — ξυλόκαστρο — ζητιανάκι — αγυιόπαις — εβραιολόγος — ενδοπλευρικός — αποταμιεύω — πηδαλιουχούμενον — πίστρα — ροιά — συχνάζω — στρωτός — ψαχουλευτά — χότζας — προσαρμόζω — νυχτοπάτης — γλισχρότητα — αλληλεξάρτηση — ξελίγωμα — αλισσίβα |
|||