|
η (мелкое) воровство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово воровство? — λωποδυσία как с (ново)греческого переводится слово λωποδυσία? — воровство — Ιλλυριός — μαξιλαροθήκη — αισθησιακός — εκγύμναση — άφρων — Μακαριώτατος — θαλασσόβραχος — πατάνη — χρεωλυτικώς — κολλεκτιβοποιώ — πριονάκι — εντεροκήλη — πρωτοπαλλήκαρο — μοράβια — μπογιαντισμένος — επίγονος — γένος — διβόλισμα — καλόν — υδαρής — κονσουμασιονίστα |
|||