|
η родовые схватки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово родовые схватки? — κοιλοπόνια как с (ново)греческого переводится слово κοιλοπόνια? — родовые схватки — προεξόφλημα — ξάρτι — διπλοπρόσωπος — ξαπλάρω — ψοχρόαιμος — σαπωνικός — κοψοχείλης — διαφύλαξη — πλημμέλεια — ενυπόγραφος — υποθήκευση — αποκαρδίζω — κομψεύομαι — ξεδιαλύνομαι — χαρτοποιία — ενενηνταριά — προχειρίζω — χυτήριο — κομμίωσις — σπερματέγχυση — αδιάθλαστος |
|||