|
землеройный; ~ή μηχανή — землеройная машина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово землеройный? — σκαφευτικός как с (ново)греческого переводится слово σκαφευτικός? — землеройный — γεωλογία — φορτωτικά — προσβλημένος — φρακτός — αναξιωσύνη — απιστομώνω — αερομοτέρ — αλιβάνιστος — εκδικούμαι — σιδηροτεχνία — τραβέρσα — κάρυνος — στροβιλίζομαι — πολυκλινική — επιταχυντικός — υποκύανος — ελατότης — αναχωματώνω — επιδιασκόπιον — οφειλετικός — ορφανεύω |
|||