|
эмалированный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эмалированный? — εφυαλωμένος как с (ново)греческого переводится слово εφυαλωμένος? — эмалированный — πορνοπεριοδικό — γλυκαναπαύομαι — αχρηστεύω — ορεκτικότητα — σταδιόμετρο — χτυποβρόντημα — παγοπέδιλα — ηλεκτρολύτης — φασκελώνομαι — τάς — φυλλάδα — λαήνα — κουνιάδα — μονοκοπανιά — στραβούλιακας — αμφιταλαντεύομαι — όχημα — βασικό — χεζού — σφιχτοχέρης — παραχωρητήριο |
|||