Новогреческий словарь
πανικοβάλλομαι
πανικοβάλλομαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πανικοβάλλομαι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
δεκαέξ
—
ακλόνητος
—
σιχασιάρικος
—
βαριοκαρδίζω
—
κορύφωση
—
καψάλισμα
—
βαμβακοπαρογωγικός
—
φυτοκομία
—
σελάχι
—
κερδένω
—
φράχτη
—
νεοφιλελευθερισμός
—
αφρόπλαστος
—
λογίζομαι
—
τεϊόδενδρο
—
αξετασιά
—
ακατάλυτα
—
φωτομέτρηση
—
χρηστικός
—
μπαμπούλης
—
απενταρία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве