|
το коньяк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коньяк? — κονιάκ как с (ново)греческого переводится слово κονιάκ? — коньяк — βητατρόνιον — κρίτρα — αλευροποιός — δωδεκάρι — βωλοκόπι — χεράκι — μπερδεμός — νυκτοβάτης — αποθέρισμα — λαγουδίνα — κονικλοτροφία — διαμοιβή — προχώρηση — ακαταφρόνετος — ολισθαίνω — αδικαιολόγητος — νεφραμιά — επίταχτος — ανακαινίζω — μεγαλόφρων — ενδυναμωτής |
|||