|
МИЛЕСАТО #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συμβεβλημένος? — — ογκολογία — κατούρλιό — ανταμύνομαι — ασκεπής — μπαγδαντί — αναλογειον — μαϊάτικος — έπαρχος — απόκλιση — τσόκαρο — αδιαχώριστος — φυγοδικία — παραθεριστής — κυβερνητική — ημερότητα — τσαρουχάς — βαμβακοφόρος — πεσσιμιστικός — ψαρόμυαλος — ακουστικότητα — αποκαλύπτομαι |
|||