πελεκημένος

формы словаβ
πελεκημένος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово πελεκημένος? —


δερματολογίαεβδομάςδιονυχίζωβόθριονφιλαλήθειαηπατεκτομήδιεκδικώεχθέςξεφούρνισμαανθρακιάίδιαδιαδήλωσημαγματικόςρεπουμπλικάνοςπρίμοαποβιταμινωμένοςαδερφομοιράδισυχνουρίακαθωσπρεπισμόςσπέρμαθήκη




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit